- επισυστρέφω
- ἐπισυστρέφω (Α) [συστρέφω)1. στρέφω σ’ άλλη κατεύθυνση, μετατρέπω2. επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση3. μέσ. ἐπισυστρέφομαικινούμαι εχθρικά, στρέφομαι εναντίον κάποιου («καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπισυστρέφεσθαι τὴν συναγωγὴν ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.